- πρόδειγμα
- πρό-δειγμα, τό, das Vorgezeigte
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πρόδειγμα — τὸ, Μ [προδείκνυμι] 1. αυτός που παρουσιάστηκε εμπρός 2. (κατ επέκτ.) α) φανέρωση, παράσταση β) απεικόνιση … Dictionary of Greek